- Λογγό
- Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ., 63 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ολυμπίας του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, 64 χλμ. ΝΑ του Πύργου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αλιφείρας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Πέλλας, νομός — Διοικητική διαίρεση της περιφέρειας Kεντρικής Μακεδονίας, στο βορειοδυτικό τμήμα της, που συνορεύει στα Β με τα Σκόπια, στα Α με τους νoμούς Κιλκίς και Θεσσαλονίκης, στα Ν με τους νομούς Ημαθίας και Κοζάνης και στα Δ με τον νομό Φλώρινας. Έχει… … Dictionary of Greek
λογγήσιος — ια, ιο [λόγγος] αυτός που υπάρχει στον λόγγο ή προέρχεται ή ανήκει στον λόγγο … Dictionary of Greek
Inousses (Messenien) — Lage der einzelnen Inseln Die Messenischen Inousses (griechisch Μεσσηνιακές Οινούσσες (f. pl.), auch Inouses Οινούσες, deutsch früher auch Önusen oder Önussä, lokal auch Sapientzes Σαπιέντζες) sind eine kleine Inselgruppe südlich der… … Deutsch Wikipedia
άλας — Βλ. λ. άλατα. * * * ( ατος), το (Α ἅλας) (νεοελλ. και αλάτι, το αρχ. και ἅλς ἁλός, ο) 1. το χλωριούχο νάτριο, το μαγειρικό αλάτι που χρησιμοποιείται στη μαγειρική και στη συντήρηση τροφίμων (βλ. λ. άλατα) 2. η δύναμη που συντηρεί και κάνει… … Dictionary of Greek
μονιάζω — 1. (για άγρια ζώα, και ιδίως, για λύκους) [μονιά] μένω στη φωλιά μου («όταν ξέσπασε η καταιγίδα όλα τα ζώα μόνιασαν στις φωλιές τους») 2. παραμένω σε κρησφύγετο, παραμονεύω («ο λύκος μονιάζει πίσω από τα φυλλώματα περιμένοντας το θύμα του») 3.… … Dictionary of Greek
Άγρας, Καπετάν — (1881 – 1907).Ψευδώνυμο του μακεδονομάχου Τέλου Αγαπηνού, ανθυπολοχαγού του πεζικού, από το Ναύπλιο. Απογοητευμένος από την αναγκαστική αδράνεια της στρατιωτικής ζωής στην Ελλάδα και ευαισθητοποιημένος στις δραματικές εξελίξεις του μακεδονικού… … Dictionary of Greek
Δάφνις και Χλόη — Βουκολικό μυθιστόρημα που πιθανολογείται ότι γράφτηκε τον 2οαι. ή κατά άλλους τον 4ο ή 5ο αι. Αποτελείται από τέσσερα βιβλία και αποδίδεται στον Λόγγο (βλ. λ.). Η υπόθεση διαδραματίζεται σε παραλία της Λέσβου, όπου οι βοσκοί Λάμων και Δρύας… … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek
λογγίσιος, -ια, -ιο — ο σχετικός με το λόγγο: Λογγίσιος θάμνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λόγγος — ο πυκνό δάσος με δέντρα και θάμνους: Χαθήκαμε στο λόγγο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)